αλληλογραφώ

αλληλογραφώ
(-έω)
ανταλλάσσω επιστολές με κάποιον, επιστολογράφο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αλληλογράφος < αλληλο-* + -γράφος < γράφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλληλογραφώ — αλληλογραφώ, αλληλογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλογραφώ — ησα, ανταλλάζω επιστολές με κάποιον: Εδώ και μερικούς μήνες αλληλογραφώ μ ένα Σουηδό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιστολογραφώ — έω γράφω επιστολές, αλληλογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • ψευδαλληλογράφοι — oἱ, Μ αυτοί που προσποιούνται ότι αλληλογραφούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀλληλογραφῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”